Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψιλοβρέχει
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψιλοβρέχει
<
ψιλο-
+
βρέχει
Ρήμα
επεξεργασία
ψιλοβρέχει
(
μετεωρολογία
,
απρόσωπο ρήμα
)
ψιχαλίζει
Συγγενικά
επεξεργασία
ψιλόβροχο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψιλοβρέχει
→
δείτε
τη λέξη
ψιχαλίζει