Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ψιλοβρέχει < ψιλο- + βρέχει

  Ρήμα Επεξεργασία

ψιλοβρέχει

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία