Ετυμολογία

επεξεργασία
ψιχαλίζει < μεσαιωνική ελληνική ψιχαλίζει < ψιχάλα + -ίζει < αρχαία ελληνική ψεκάς (ιωνική ψακάς= στάλα) με επιρροή των λέξεων ψίξ (γενική ψιχός) και ψιχίον (μικρά τεμάχια άρτου, ψίχουλα)

ψιχαλίζει (ρήμα δόκιμο μόνον στο γ' πρόσωπο)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία