ψιχαλίζει
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψιχαλίζει < μεσαιωνική ελληνική ψιχαλίζει < ψιχάλα + -ίζει < αρχαία ελληνική ψεκάς (ιωνική ψακάς= στάλα) με επιρροή των λέξεων ψίξ (γενική ψιχός) και ψιχίον (μικρά τεμάχια άρτου, ψίχουλα)
Ρήμα Επεξεργασία
ψιχαλίζει (ρήμα δόκιμο μόνον στο γ' πρόσωπο)
- (απρόσωπο ρήμα) (ο ουρανός) ρίχνει ψιχάλες, πέφτουν ψιχάλες, πέφτουν μικρές στάλες βροχής
Συνώνυμα Επεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ψιχάλα
Κλίση Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ψιχαλίζω