Ουσιαστικό

επεξεργασία

drizzle (en) (μη μετρήσιμο ή ενικός)

ενεστώτας drizzle
γ΄ ενικό ενεστώτα drizzles
αόριστος drizzled
παθητική μετοχή drizzled
ενεργητική μετοχή drizzling

drizzle (en)

  1. (αμετάβατο) ψιλοβρέχει
    ⮡  It drizzled all day.
    Ψιλόβρεχε όλη την ημέρα.
  2. (μεταβατικό) στάζω, ρίχνω σταγόνες από ένα υγρό σε μια επιφάνεια κάτι
    ⮡  I drizzled oil into the lock.
    Έσταξα λάδι στην κλειδαριά.
    ⮡  Drizzle a little bit of olive oil over the salad.
    Ρίξτε λίγο ελαιόλαδο πάνω στη σαλάτα.
     συνώνυμα:  dribble και trickle