Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dribble dribbles

  Ετυμολογία επεξεργασία

dribble < drib + -le

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdrɪb.əl/ & /ˈdrɪb.l̩/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈdrɪb.ɫ̩/ & /ˈdrɪb.əl/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dribble (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μη μετρήσιμο) το σάλιο
  2. (μετρήσιμο) η σταγόνα
  3. (μετρήσιμο) η μικρή ποσότητα υγρού
  4. (μετρήσιμο, αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση) η ντρίμπλα

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας dribble
γ΄ ενικό ενεστώτα dribbles
αόριστος dribbled
παθητική μετοχή dribbled
ενεργητική μετοχή dribbling

dribble (en)

  1. μου τρέχουν τα σάλια
  2. κυλάω
  3. ρίχνω σταγόνες από ένα υγρό
  4. (αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση) ντριμπλάρω, κάνω ντρίμπλα
  5. (παρωχημένο) περνώ τον χρόνο μου ασήμαντα