dribble
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dribble | dribbles |
dribble (en)
- (μετρήσιμο) η σταγόνα, η μικρή ποσότητα υγρού
- ⮡ a few dribbles of rain - λίγες σταγόνες βροχής
- (μη μετρήσιμο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) το σάλιο
- (μετρήσιμο, αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση) η τρίπλα
- ⮡ This player has a great dribble.
- Αυτός ο παίκτης έχει θαυμάσια τρίπλα.
- ⮡ This player has a great dribble.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | dribble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dribbles |
αόριστος | dribbled |
παθητική μετοχή | dribbled |
ενεργητική μετοχή | dribbling |
dribble (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μου τρέχουν τα σάλια, βγάζω σάλια
- (αμετάβατο) τρέχω σε σταγόνες
- ⮡ The tap is dribbling, close it tight.
- Η βρύση τρέχει, κλείσε την καλά.
- ⮡ The tap is dribbling, close it tight.
- (μεταβατικό) ρίχνω σταγόνες από ένα υγρό
- (αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση) ντριπλάρω, κάνω ντρίμπλα
- ⮡ He even dribbled past/by the goalkeeper and sent the ball into the net.
- Ντρίπλαρε ακόμη και τον τερματοφύλακα και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα.
- ⮡ He even dribbled past/by the goalkeeper and sent the ball into the net.
- (παρωχημένο) περνώ τον χρόνο μου ασήμαντα