σάλιο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σάλιο | τα | σάλια |
γενική | του | σάλιου | των | σάλιων |
αιτιατική | το | σάλιο | τα | σάλια |
κλητική | σάλιο | σάλια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σάλιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σάλιον < αρχαία ελληνική σίαλον
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsa.ʎo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σά‐λιο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σάλιο ουδέτερο
- σωματικό υγρό που εκκρίνεται στο στόμα από τους σιελογόνους αδένες και βοηθά στην πέψη των τροφών
- (μεταφορικά) το χρήμα
- (μεταφορικά) η κολακεία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- σίελος (λόγιο)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- του τρέχουν τα σάλια: θέλει πολύ κάτι και το δείχνει χωρίς αξιοπρέπεια
- δεν υπάρχει σάλιο: δεν υπάρχουν καθόλου χρήματα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δεν υπάρχει σάλιο
|