drool (en)

  1. μου τρέχουν τα σάλια
    • πχ. περιμένοντας το φαγητό, λόγω άνοιας, στον ύπνο κτλ.
  2. (μεταφορικά) επιθυμώ κάτι πολύ
  3. (μεταφορικά) λέω ανοησίες

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

drool (en)

  • το σάλιο που τρέχει από το στόμα