drool
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdrool (en)
- μου τρέχουν τα σάλια
- πχ. περιμένοντας το φαγητό, λόγω άνοιας, στον ύπνο κτλ.
- (μεταφορικά) επιθυμώ κάτι πολύ
- (μεταφορικά) λέω ανοησίες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdrool (en)
- το σάλιο που τρέχει από το στόμα