Δείτε επίσης: τριπλά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίπλα < ντρίμπλα < αγγλική dribble

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρίπλα θηλυκό

  • (ομαδικά αθλήματα) κίνηση με την οποία ο αθλητής μπερδεύει και αποφεύγει τον αντίπαλο διατηρώντας τη μπάλα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία