ψιχίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ψιχίον | τὰ | ψιχίᾰ |
γενική | τοῦ | ψιχίου | τῶν | ψιχίων |
δοτική | τῷ | ψιχίῳ | τοῖς | ψιχίοις |
αιτιατική | τὸ | ψιχίον | τὰ | ψιχίᾰ |
κλητική ὦ! | ψιχίον | ψιχίᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψιχίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψιχίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψιχίον < αρχαία ελληνική (ψίξ) ψιχ- + υποκοριστικό επίθημα -ίον < αρχαία ελληνική ψίω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψιχίον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) ψιχίο, ψίχουλο
- ※ Οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 27 ἡ δὲ εἶπεν, Ναί, κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. (Κατὰ Ματθαῖον Ευαγγέλιο, ιε 27)
Πηγές
επεξεργασία- ψιχίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψιχίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.