↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ψιχίον τὰ ψιχί
      γενική τοῦ ψιχίου τῶν ψιχίων
      δοτική τῷ ψιχί τοῖς ψιχίοις
    αιτιατική τὸ ψιχίον τὰ ψιχί
     κλητική ! ψιχίον ψιχί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψιχίω
γεν-δοτ τοῖν  ψιχίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψιχίον < αρχαία ελληνική (ψίξ) ψιχ- + υποκοριστικό επίθημα -ίον < αρχαία ελληνική ψίω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψιχίον ουδέτερο

  • (ελληνιστική κοινή) ψιχίο, ψίχουλο
    ※  Οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 27 ἡ δὲ εἶπεν, Ναί, κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. (Κατὰ Ματθαῖον Ευαγγέλιο, ιε 27)