αρσενικό ή θηλυκό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ψῑχ-
ονομαστική
ψίξ οἱ
αἱ
ψῖχες
      γενική τοῦ
τῆς
ψιχός τῶν ψιχῶν
      δοτική τῷ
τῇ
ψιχῐ́ τοῖς
ταῖς
ψιξῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν
τὴν
ψῖχ τοὺς
τὰς
ψῖχᾰς
     κλητική ! ψίξ ψῖχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψῖχε
γεν-δοτ τοῖν  ψιχοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'ψίξ' όπως «ψίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψίξ < ψίω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψίξ αρσενικό ή θηλυκό

  1. κομματάκι ψωμιού
  2. ψίχα/ψίχουλο (ψωμιού)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεσαιωνικά ελληνικά

Νέα ελληνικά