ψίξ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ονομαστική | ψίξ | ψῖχε | ψῖχες |
Γενική | ψιχός | ψιχοῖν | ψιχῶν |
Δοτική | ψιχί | ψιχοῖν | ψιξί(ν) |
Αιτιατική | ψῖχᾰ | ψῖχε | ψῖχᾰς |
Κλητική | ψίξ | ψῖχε | ψῖχες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψίξ < ψίω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ψίξ αρσενικό ή θηλυκό
Επεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά
Νέα ελληνικά