Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψίξ' (αρχαία ελληνικά)

αρσενικό ή θηλυκό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ψῑχ-
ονομαστική
ψίξ οἱ
αἱ
ψῖχες
      γενική τοῦ
τῆς
ψιχός τῶν ψιχῶν
      δοτική τῷ
τῇ
ψιχῐ́ τοῖς
ταῖς
ψιξῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν
τὴν
ψῖχ τοὺς
τὰς
ψῖχᾰς
     κλητική ! ψίξ ψῖχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψῖχε
γεν-δοτ τοῖν  ψιχοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'ψίξ' όπως «ψίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

3η κλίση - τριτόκλιτα οξύτονα αφωνόληκτα ουσιαστικά σε κ-ς > , γενική -χός

ὁ ή ἡ ψίξ, τοῦ ή τῆς ψιχός, οἱ ή αἱ ψῖχες, τῶν ψιχῶν


Περισσότερα στο Παράρτημα

για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'γυψ'|χαρ=χ}}
Για τα δίχρονα συμπληρώνουμε |δίχρ=β ή |δίχρ=μ ή |δίχρ=?