Δείτε επίσης: ψῖχα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψίχα οι ψίχες
      γενική της ψίχας
    αιτιατική την ψίχα τις ψίχες
     κλητική ψίχα ψίχες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψίχα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψῖχα < αρχαία ελληνική ψίξ στην αιτιατική ψῖχα[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpsi.xa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψίχα θηλυκό

  1. (τρόφιμο) το μαλακό εσωτερικό μέρος του ψωμιού (σε αντίθεση με την κόρα)
  2. το μαλακό εσωτερικό του βλαστού ή του κορμού ή φαγώσιμης ρίζας κάποιων φυτών
  3. η σάρκα που υπάρχει στην εσωτερική πλευρά της άκρης των δαχτύλων
  4. (συνεκδοχικά) το εσωτερικό διαφόρων καρπών (σε αντίθεση με τη φλούδα)
  5. (μεταφορικά) μια ελάχιστη ποσότητα από κάτι
  6. (στον πληθυντικό) ψίχες: τα ψίχουλα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία