ψίχαλο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψίχαλο | τα | ψίχαλα |
γενική | του | ψίχαλου | των | ψίχαλων |
αιτιατική | το | ψίχαλο | τα | ψίχαλα |
κλητική | ψίχαλο | ψίχαλα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψίχαλο < ελληνιστική κοινή ψίξ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ψίχαλο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ψίχουλο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ψίχαλο
|