Δείτε επίσης: Κόρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόρα οι κόρες
      γενική της κόρας
    αιτιατική την κόρα τις κόρες
     κλητική κόρα κόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόρα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόρα θηλυκό