Κόρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κόρα | οι | Κόρες |
γενική | της | Κόρας | — | |
αιτιατική | την | Κόρα | τις | Κόρες |
κλητική | Κόρα | Κόρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Κόρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Cora ή γερμανική Cora (αποδίδεται στο αρχαιοελληνικό Κόρη και συσχετίζεται με την Περσεφόνη)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κόρα θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ※ ―Το Κόρα από πού βγαίνει; ―Το πλήρες όνομα μου είναι Cora-May, που σημαίνει Κορίτσι του Μάη. Όσο για το Cora σημαίνει Περσεφόνη.
- Αντώνης Κυριαζάνος, «Κόρα Καρβούνη» [συνέντευξη], 'Madame Figaro.gr (27 Φεβρουαρίου 2013)· πρόσβαση: 2022-07-08.
- ※ ―Το Κόρα από πού βγαίνει; ―Το πλήρες όνομα μου είναι Cora-May, που σημαίνει Κορίτσι του Μάη. Όσο για το Cora σημαίνει Περσεφόνη.
Σημειώσεις επεξεργασία
- ενδέχεται να υπάρχει και ως υποκοριστικό του ονόματος Κοραλία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κόρα Καρβούνη στη Βικιπαίδεια (γενν. 1980), Ελληνίδα ηθοποιός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Κόρα < γενική ενικού του αρσενικού επωνύμου Κόρας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κόρα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Κόρα αρσενικό