Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμυγδαλόψιχα οι αμυγδαλόψιχες
      γενική της αμυγδαλόψιχας των αμυγδαλόψιχων
    αιτιατική την αμυγδαλόψιχα τις αμυγδαλόψιχες
     κλητική αμυγδαλόψιχα αμυγδαλόψιχες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμυγδαλόψιχα < αμύγδαλ(ο) + -ό- + ψίχα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμυγδαλόψιχα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία