↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψακάς αἱ ψακάδες
      γενική τῆς ψακάδος τῶν ψακάδων
      δοτική τῇ ψακάδ ταῖς ψακάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ψακάδ τὰς ψακάδᾰς
     κλητική ! ψακάς ψακάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψακάδε
γεν-δοτ τοῖν  ψακάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψακάς < προελληνική [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψᾰκᾰ́ς θηλυκό

  1. τεμαχίδιο, κομμάτι, κόκκος που αποχωρίστηκε από ένα κύριο σώμα (με τριβή), μόριο
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 121
    ἔνδον δ᾽ ἀργυρίου μηδὲ ψακὰς ᾖ πάνυ πάμπαν.
    και παραδάκι σταλιά να μη βρίσκεται μέσα στο σπίτι.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. ψίχουλο
  3. σταγόνα βροχής, ψιχάλα
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 10.3
    ὕσθησαν γὰρ Θῆβαι αἱ Αἰγύπτιαι, οὔτε πρότερον οὐδαμὰ ὑσθεῖσαι οὔτε ὕστερον τὸ μέχρις ἐμεῦ, ὡς λέγουσι αὐτοὶ Θηβαῖοι. οὐ γὰρ δὴ ὕεται τὰ ἄνω τῆς Αἰγύπτου τὸ παράπαν· ἀλλὰ καὶ τότε ὕσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι.
    έβρεξε στην αιγυπτιακή Θήβα, όπου δεν είχε βρέξει ποτέ πριν ούτε μετά, ώς τα δικά μου χρόνια, καθώς λένε οι ίδιοι οι Θηβαίοι. Γιατί στην απάνω μεριά της Αιγύπτου δεν βρέχει καθόλου· και τότε όμως στη Θήβα απλώς ψιχάλισε.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1390
    βάλλει μ᾽ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου,
    με μαύρες στάλες φονικής δροσιάς με ραίνει
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    → δείτε τις λέξεις ὑετός, χιών και χάλαζα
  4. (σκωπτικό) σαλιάρης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.