→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία

χάλαζα < αβέβαιης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάλαζα θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) κόκος χαλάζης, το χαλάζι
    ⮡  ὄμβρον . . ἠὲ χάλαζαν ἢ νιφετόν (Όμηρος)
    ⮡  μή τις Διὸς κεραυνὸς ἤ τις ὀμβρία χάλαζ᾽ ἐπιρράξασα (Σοφοκλής)
    ⮡  ἡ δ᾽ ἑτέρη θέρεϊ προρέει εἰκυῖα χαλάζῃ ἢ χιόνι ψυχρῇ (Στράβωνας)
  2. χιονοθύελλα, μπόρα, έντονη βροχόπτωση
  3. (μεταφορικά) βροχή λίθων ή βελών ή άλλου
    ⮡  χάλαζα αἵματος (Πίνδαρος)
  4. (ελληνιστική σημασία) κρύσταλλος, κάτι που μοιάζει με χαλάζι
    ⮡  λίθοι χαλάζης
  5. οίδημα, μικρό πρήξιμο, σπυρί, εξάνθημα, μικρό εξόγκωμα σε άνθρωπο, ζώο, αυγό, φυτό((ελληνιστική κοινή) έννοια)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • χαλαζάω (ρίχνω χαλάζι, ρίχνω κάτι πυκνό σαν το χαλάζι)
  • χαλαζήεις, -εσσα, -εν (όμοιος με χαλάζι, άγριος)