χαλαζήεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχαλαζήεις < χάλαζα
Επίθετο
επεξεργασίαχαλαζήεις, -εσσα, -εν δωρικός τύπος χαλαζάεις
- όμοιος με χαλάζι, σαν χαλάζι
- (μεταφορικά) σκληρός, πυκνός και άγριος σαν το χαλάζι
- ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ : "με τις στάλες από το αίμα αναρίθμητων ανδρών πυκνές σαν το χαλάζι" ή κατ άλλη απόδοση "όταν η σφαγή έπεσε σαν χαλάζι πάνω σε αναρίθμητους άνδρες"(Πίνδαρος)
- χαλαζήεντες ὀϊστοί : βέλη <που έπεφταν πυκνά και άγρια> σαν το χαλάζι
- χαλαζήεις συρμός (ριπή χαλαζιού)
- ελληνιστική ονομασία ενός είδους σκορπιού (σκορπιός που το δάγκωμά του προκαλεί παγερή ανατριχίλα)
- σκορπίος χαλαζήεις