Ετυμολογία

επεξεργασία

χαλαζάω < χάλαζα

χαλαζάω θηλυκό

  1. ρίχνω χαλάζι
  2. ρίχνω κάτι που μοιάζει με χαλάζι, σαν χαλάζι
  3. βγάζω εξανθήματα

Συγγενικά

επεξεργασία