Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλαζάω < χάλαζα

  Ρήμα επεξεργασία

χαλαζάω θηλυκό

  1. ρίχνω χαλάζι
  2. ρίχνω κάτι που μοιάζει με χαλάζι, σαν χαλάζι
  3. βγάζω εξανθήματα

Συγγενικά επεξεργασία