πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονοθύελλα οι χιονοθύελλες
      γενική της χιονοθύελλας των χιονοθυελλών
    αιτιατική τη χιονοθύελλα τις χιονοθύελλες
     κλητική χιονοθύελλα χιονοθύελλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χιονοθύελλα

Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονοθύελλα < χιονο- + θύελλα, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Schneesturm. (μαρτυρείται από το 1870)[1]
ΔΦΑ : /ço.noˈθi.e.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιονοθύελλα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιονοθύελλα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)