Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θυελλώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θυελλώδ
ης
η
θυελλώδ
ης
το
θυελλώδ
ες
γενική
του
θυελλώδ
ους
της
θυελλώδ
ους
του
θυελλώδ
ους
αιτιατική
τον
θυελλώδ
η
τη
θυελλώδ
η
το
θυελλώδ
ες
κλητική
θυελλώδ
η
(
ς
)
θυελλώδ
ης
θυελλώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θυελλώδ
εις
οι
θυελλώδ
εις
τα
θυελλώδ
η
γενική
των
θυελλωδ
ών
των
θυελλωδ
ών
των
θυελλωδ
ών
αιτιατική
τους
θυελλώδ
εις
τις
θυελλώδ
εις
τα
θυελλώδ
η
κλητική
θυελλώδ
εις
θυελλώδ
εις
θυελλώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θυελλώδης
<
θύελλα
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
θυελλώδης
Ο
καιρός
που έχει σφοδρούς
ανέμους
και
θύελλες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θυελλώδης
αγγλικά
:
tempestuous
(en)
,
stormy
(en)
,
gusty
(en)
γαλλικά
: de
tempête
(fr)
,
tempétueux
(fr)