↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κρύσταλλος οι κρύσταλλοι
      γενική του/της
του
κρυστάλλου
κρύσταλλου
των κρυστάλλων
κρύσταλλων
    αιτιατική τον/την κρύσταλλο τους/τις
τους
κρυστάλλους
κρύσταλλους
     κλητική κρύσταλλε κρύσταλλοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κρύσταλλοι ορυκτού χαλαζία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρύσταλλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρύσταλλος Συγκρίνετε με το κρύσταλλο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɾi.sta.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρύ‐σταλ‐λος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρύσταλλος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (φυσική) οποιοδήποτε στερεό παρουσιάζει κανονική πολυεδρική διάταξη των δομικών του μερών μετά από διαδικασία κρυστάλλωσης
    ⮡  υγρή κρύσταλλος
  2. διαφανές σκληρό υλικό που μοιάζει με κρύσταλλο
  3. (λόγιο) το κρύσταλλο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κρύσταλλο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρύσταλλος οἱ κρύσταλλοι
      γενική τοῦ κρυστάλλου τῶν κρυστάλλων
      δοτική τῷ κρυστάλλ τοῖς κρυστάλλοις
    αιτιατική τὸν κρύσταλλον τοὺς κρυστάλλους
     κλητική ! κρύσταλλε κρύσταλλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρυστάλλω
γεν-δοτ τοῖν  κρυστάλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

κρύσταλλος, ήδη στον Όμηρο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρύσταλλος αρσενικό

  1. καθαρός και διαυγής πάγος
  2. λήθαργος, νάρκη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)