χρονοκρύσταλλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρονοκρύσταλλος | οι | χρονοκρύσταλλοι |
γενική | του | χρονοκρύσταλλου & χρονοκρυστάλλου |
των | χρονοκρύσταλλων & χρονοκρυστάλλων |
αιτιατική | τον | χρονοκρύσταλλο | τους | χρονοκρύσταλλους & χρονοκρυστάλλους |
κλητική | χρονοκρύσταλλε | χρονοκρύσταλλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρονοκρύσταλλος (νεολογισμός) < χρονο- + κρύσταλλος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική time crystal
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρονοκρύσταλλος αρσενικό
- (φυσική συμπυκνωμένης ύλης) κρυσταλλική δομή/κατάσταση της ύλης, όπου τα άτομα περιστρέφονται περιοδικά πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη κατεύθυνση, σαν να επιδρά πάνω σε αυτά μια παλμική δύναμη, σε αντίθεση με τους κανονικούς κρυστάλλους (λ.χ. αλάτι, χαλαζίας) των οποίων η διάταξη των ατόμων είναι σε ένα τρισδιάστατο σταθερό σύστημα που επαναλαμβάνεται στο χρόνο[1]
- ※ Χρονοκρύσταλλοι: Μια νέα, αλλόκοτη, μορφή ύλης που δημιούργησαν Αμερικανοί επιστήμονες (@iefimerida.gr 2017.03.09 πρόσβαση:2022.02.06.)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Time crystal στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρονοκρύσταλλος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Yale University, «Physicists find signs of a time crystal», ScienceDaily.com (2 Μαΐου 2018)· πρόσβαση: 2022-02-06.