Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λήθαργος οι λήθαργοι
      γενική του λήθαργου των λήθαργων
    αιτιατική τον λήθαργο τους λήθαργους
     κλητική λήθαργε λήθαργοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λήθαργος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήθαργος[1] < λήθη + ἀργός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈli.θaɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λή‐θαρ‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λήθαργος αρσενικό

  1. πολύ βαθύς ύπνος, νάρκη
     συνώνυμα: αποκάρωμα, απονάρκωση, αποχαύνωση, ζάλη, κάρωμα, νάρκωμα, νάρκωση, υπνηλία
  2. (μεταφορικά) αδράνεια του νου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία