↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νάρκη οι νάρκες
      γενική της νάρκης των ναρκών
    αιτιατική τη νάρκη τις νάρκες
     κλητική νάρκη νάρκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νάρκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νάρκη (μούδιασμα)
για τους όρους της φυσιολογίας: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική narcose
για τον στρατιωτικό όρο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική torpille[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈnaɾ.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νάρ‐κη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νάρκη θηλυκό

  1. κατάσταση βαθέος ύπνου
     συνώνυμα: λήθαργος
  2. κατάσταση κατά την οποία επιβραδύνονται οι ζωτικές λειτουργίες ενός οργανισμού και περιορίζονται στο ελάχιστο οι κινήσεις και η αισθητηριακή ικανότητα
  3. (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) εκρηκτική πολεμική συσκευή

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νάρκη αἱ νάρκαι
      γενική τῆς νάρκης τῶν ναρκῶν
      δοτική τῇ νάρκ ταῖς νάρκαις
    αιτιατική τὴν νάρκην τὰς νάρκᾱς
     κλητική ! νάρκη νάρκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νάρκ
γεν-δοτ τοῖν  νάρκαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νάρκη, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < πιθανόν από μεταπτωτική βαθμίδα θέματος με σημασία «δένω, πιάνω» [1]: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)nerq- < *(s)ner- (γυρίζω, στρέφω) [2]
Διαφωνεί ο Beekes[3] με την ανάλυση που οδηγεί σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή αρχή, και πιθανολογεί προελληνικό θέμα *nark-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νάρκη θηλυκό

  1. αναισθησία, παράλυση, μούδιασμα, νέκρωση
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Aphorismi, Ἀφορισμοί , 5.25, @scaife.perseus
    ἄρθροισιν οἰδήματα καὶ ἀλγήματα, ἄτερ ἕλκεος, καὶ ποδαγρικὰ, καὶ σπάσματα, τουτέων τὰ πλεῖστα ψυχρὸν πολλὸν καταχεόμενον ῥηΐζει τε καὶ ἰσχναίνει, καὶ ὀδύνην λύει· νάρκη δὲ μετρίη ὀδύνης λυτική.
    για τα οιδήματα και τους πόνους στις αρθρώσεις, μα χωρίς πληγές, και για τις ποδάγρες και τις θλάσεις, απ' αυτά, τα περισσότερα με περίχυμα άφθονου κρύου [υγρού / πάγου -με ψυχρολουσία-] γίνονται πιο ανεκτά και μειώνονται και σταματάει ο πόνος· και η μέτρια νάρκωση/μούδιασμα διώχνει [τον πόνο]. λείπει η μετάφραση
  2. (ιχθυολογία) ψάρι ή χέλι που ναρκώνει όποιον τ' αγγίξει: η μουδιάστρα
    ⮡  νάρκη θαλαττία (για το ψάρι), νάρκη ποταμία (για το χέλι)
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Μένων, 80a, 8-9
    ὁμοιότατος εἶναι τό τε εἶδος καὶ τἆλλα ταύτῃ τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ· καὶ γὰρ αὕτη τὸν ἀεὶ πλησιάζοντα καὶ ἁπτόμενον ναρκᾶν ποιεῖ, καὶ σὺ δοκεῖς μοι νῦν ἐμὲ τοιοῦτόν τι πεποιηκέναι
    λείπει η μετάφραση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. νάρκη στο αγγλικό Βικιλεξικό
  3. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.