ναρκοπέδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναρκοπέδιο < νάρκη + πεδίο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική minefield
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /naɾ.koˈpe.ði.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναρκοπέδιο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) έκταση ξηράς ή θάλασσας όπου έχουν τοποθετηθεί ή ποντιστεί νάρκες σε τέτοια διάταξη, ώστε να καθίσταται απαγορευτική η μέσω αυτής διέλευση
- (μεταφορικά) κατάσταση που εγκυμονεί κινδύνους