Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απονάρκωση οι αποναρκώσεις
      γενική της απονάρκωσης* των αποναρκώσεων
    αιτιατική την απονάρκωση τις αποναρκώσεις
     κλητική απονάρκωση αποναρκώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποναρκώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απονάρκωση < αρχαία ελληνική ἀπονάρκωσις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική engourdissement)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απονάρκωση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία