αποναρκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποναρκώνω < μεσαιωνική ελληνική αποναρκώ < αρχαία ελληνική ἀποναρκοῦμαι (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική engourdir)
Ρήμα
επεξεργασίααποναρκώνω (παθητική φωνή: αποναρκώνομαι)
- ναρκώνω (βαθιά) κάποιον, τον ρίχνω σε (βαθιά) νάρκη
- (μεταφορικά) αποκοιμίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αποναρκωμένος
- απονάρκωση
- αποναρκωτικός
- → δείτε τις λέξεις ναρκώνω και νάρκη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποναρκώνω | απονάρκωνα | θα αποναρκώνω | να αποναρκώνω | αποναρκώνοντας | |
β' ενικ. | αποναρκώνεις | απονάρκωνες | θα αποναρκώνεις | να αποναρκώνεις | απονάρκωνε | |
γ' ενικ. | αποναρκώνει | απονάρκωνε | θα αποναρκώνει | να αποναρκώνει | ||
α' πληθ. | αποναρκώνουμε | αποναρκώναμε | θα αποναρκώνουμε | να αποναρκώνουμε | ||
β' πληθ. | αποναρκώνετε | αποναρκώνατε | θα αποναρκώνετε | να αποναρκώνετε | αποναρκώνετε | |
γ' πληθ. | αποναρκώνουν(ε) | απονάρκωναν αποναρκώναν(ε) |
θα αποναρκώνουν(ε) | να αποναρκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απονάρκωσα | θα αποναρκώσω | να αποναρκώσω | αποναρκώσει | ||
β' ενικ. | απονάρκωσες | θα αποναρκώσεις | να αποναρκώσεις | απονάρκωσε | ||
γ' ενικ. | απονάρκωσε | θα αποναρκώσει | να αποναρκώσει | |||
α' πληθ. | αποναρκώσαμε | θα αποναρκώσουμε | να αποναρκώσουμε | |||
β' πληθ. | αποναρκώσατε | θα αποναρκώσετε | να αποναρκώσετε | αποναρκώστε | ||
γ' πληθ. | απονάρκωσαν αποναρκώσαν(ε) |
θα αποναρκώσουν(ε) | να αποναρκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποναρκώσει | είχα αποναρκώσει | θα έχω αποναρκώσει | να έχω αποναρκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποναρκώσει | είχες αποναρκώσει | θα έχεις αποναρκώσει | να έχεις αποναρκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποναρκώσει | είχε αποναρκώσει | θα έχει αποναρκώσει | να έχει αποναρκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποναρκώσει | είχαμε αποναρκώσει | θα έχουμε αποναρκώσει | να έχουμε αποναρκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποναρκώσει | είχατε αποναρκώσει | θα έχετε αποναρκώσει | να έχετε αποναρκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποναρκώσει | είχαν αποναρκώσει | θα έχουν αποναρκώσει | να έχουν αποναρκώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποναρκώνω
|