Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκαρώνω < από + κάρος (νάρκη)

αποκαρώνω

  • περιπίπτω σε λήθαργο «η ζέστη με αποκάρωσε»

  Μεταφράσεις

επεξεργασία