αποναρκωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποναρκωτικός < αποναρκώνω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
αποναρκωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απονάρκωση, αναφέρεται σ’ αυτήν ή την προκαλεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποναρκώνω, ναρκώνω και νάρκη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποναρκωτικός