αποκοίμιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκοίμιση | οι | αποκοιμίσεις |
γενική | της | αποκοίμισης* | των | αποκοιμίσεων |
αιτιατική | την | αποκοίμιση | τις | αποκοιμίσεις |
κλητική | αποκοίμιση | αποκοιμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκοιμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκοίμιση < (ελληνιστική κοινή) ἀποκοίμησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκοίμιση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκοιμίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκοίμιση
|