αποκάρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααποκάρωμα ουδέτερο
- το να βυθίζεσαι σε βαθύ ύπνο
- ≈ συνώνυμα: απονάρκωση, αποχαύνωση, ζάλη, λήθαργος, νάρκωμα, νάρκωση, υπνηλία
- ≠ αντώνυμα: αναζωογόνηση, αναθέρμανση, αφύπνιση
- (μεταφορικά) λιποψυχία, δειλία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποκάρωμα
|