Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάρωση οι καρώσεις
      γενική της κάρωσης* των καρώσεων
    αιτιατική την κάρωση τις καρώσεις
     κλητική κάρωση καρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάρωση < αρχαία ελληνική κάρωσις < καρόω < κάρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάρωση θηλυκό

  1. η κατάσταση (βαθέος) ύπνου που καταλαμβάνει κάποιον
    Αλαφρή κάρωση με κυριεύει, νύστα και γλύκα, και το δειλινό, όταν πέσει ο ήλιος και φυσήξει από τη θάλασσα το αλαφρό αεράκι και σαλέψουν λίγο, δεξά ζερβά, τα μικρά καΐκια και ξεχυθούν στην παραλία τα μικρά παιδιά με το γιασεμί στο χέρι, η καρδιά μου ξεζώνεται και παραδίνεται σαν την Πάνδημη Αφροδίτη. (Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος, ο Μοριάς)
     συνώνυμα: λήθαργος, νάρκωση, υπνηλία
     αντώνυμα: διέγερση, ζωντάνια
  2. νύστα
  3. (ιατρική) το τελευταίο στάδιο μιας κωματώδους κατάστασης, κατά το οποίο ο ασθενής είναι τελείως αναίσθητος
     συνώνυμα: κώμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία