διέγερση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διέγερση < ελληνιστική κοινή διέγερσις < αρχαία ελληνική διεγείρω < διά + ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική excitation)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.ˈε.ʝεɾ.si/ και /ˈðʝε.ʝεɾ.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διέγερση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διεγείρω
- η ενεργοποίηση και η αντίδραση κάποιου με την πρόκληση ενός ερεθίσματος
- (μεταφορικά) το να συνεπαίρνεις κάποιον, να τον ενθουσιάζεις
- (ειδικότερα) η σεξουαλική πρόκληση κάποιου και η γέννηση ή αύξηση της σεξουαλικής του επιθυμίας
- (ιατρική) η αναστάτωση και η παθολογική κινητικότητα κάποιου
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διέγερση