Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διέγερση οι διεγέρσεις
      γενική της διέγερσης* των διεγέρσεων
    αιτιατική τη διέγερση τις διεγέρσεις
     κλητική διέγερση διεγέρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διεγέρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διέγερση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διέγερσις < αρχαία ελληνική διεγείρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   < διά (δι-) + ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική excitation) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈe.ʝeɾ.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐έ‐γερ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διέγερση θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία