Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κινητικότητα οι κινητικότητες
      γενική της κινητικότητας των κινητικοτήτων
    αιτιατική την κινητικότητα τις κινητικότητες
     κλητική κινητικότητα κινητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινητικότητα < κινητικός + -ότητα < αρχαία ελληνική κινητικός < κινέω/κινῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κινητικότητα θηλυκό

  1. η ικανότητα που έχει κάποιος να κινεί κάτι ή να κινείται
  2. η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον κινητικό
  3. η μετακίνηση
    Από την κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» ανακοινώθηκε η πρόθεσή της για χιλιάδες διαθεσιμότητες, κινητικότητες, υποχρεωτικές μετακινήσεις ή όπως αλλιώς ευφάνταστοι καρεκλοκένταυροι ονόμασαν τη χειραγώγηση και τις απολύσεις εκείνων που μαθαίνουν στα παιδιά τους γράμματα. (*)
  4. η εκδήλωση έντονης δραστηριότητας ή δραστηριοποίησης
     συνώνυμα: δραστηριότητα, δραστηριοποίηση, ενεργοποίηση
     αντώνυμα: αδράνεια

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κινώ

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  • κοινωνική κινητικότητα: η διαδικασία με την οποία τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες μετακινούνται από το ένα επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε ένα άλλο, εφόσον το σύστημα της διαστρωμάτωσης της εκάστοτε κοινωνίας το επιτρέπει.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία