ευφάνταστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευφάνταστος < (ελληνιστική κοινή) εὐφάνταστος < εὐ- + φαντασία
Επίθετο επεξεργασία
ευφάνταστος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από δημιουργική φαντασία
- ευφάνταστος ποιητής, ευφάνταστη αφήγηση
- (μειωτικά) για πρόσωπο που πλάθει φανταστικά γεγονότα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευφάνταστος
|