Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευφάνταστος η ευφάνταστη το ευφάνταστο
      γενική του ευφάνταστου της ευφάνταστης του ευφάνταστου
    αιτιατική τον ευφάνταστο την ευφάνταστη το ευφάνταστο
     κλητική ευφάνταστε ευφάνταστη ευφάνταστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευφάνταστοι οι ευφάνταστες τα ευφάνταστα
      γενική των ευφάνταστων των ευφάνταστων των ευφάνταστων
    αιτιατική τους ευφάνταστους τις ευφάνταστες τα ευφάνταστα
     κλητική ευφάνταστοι ευφάνταστες ευφάνταστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευφάνταστος < (ελληνιστική κοινή) εὐφάνταστος < εὐ- + φαντασία

  Επίθετο επεξεργασία

ευφάνταστος, -η, -ο

  1. που χαρακτηρίζεται από δημιουργική φαντασία
    ευφάνταστος ποιητής, ευφάνταστη αφήγηση
  2. (μειωτικά) για πρόσωπο που πλάθει φανταστικά γεγονότα

  Μεταφράσεις επεξεργασία