Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαθεσιμότητα οι διαθεσιμότητες
      γενική της διαθεσιμότητας των διαθεσιμοτήτων
    αιτιατική τη διαθεσιμότητα τις διαθεσιμότητες
     κλητική διαθεσιμότητα διαθεσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαθεσιμότητα < διαθέσιμος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) disponibilité)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαθεσιμότητα θηλυκό

  1. η κατάσταση κατά την οποία ένας (δημόσιος) υπάλληλος ή στρατιωτικός έχουν απομακρυνθεί προσωρινά από την υπηρεσία τους για διάφορους λόγους
    Η ομοσπονδία είχε καταγγείλει αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση των «πινάκων της ντροπής» την ενέργεια του υπουργείου να προχωρήσει στην υλοποίηση του νόμου για τις διαθεσιμότητες των εκπαιδευτικών πριν ακόμη αυτός συζητηθεί και ψηφιστεί στη Βουλή. (*)
  2. η κατάσταση κατά την οποία ένας αξιωματικός που έχει τραυματιστεί σοβαρά αποστρατεύεται, λαμβάνοντας όμως κανονικά τις αποδοχές και τις προαγωγές του
  3. το να βρίσκεται κάποιος ή κάτι στη διάθεση άλλων, να μπορεί να διατεθεί
    Το αλεύρι είναι το κύριο συστατικό του ψωμιού, το οποίο είναι βασικό τρόφιμο σε πολλές χώρες, και επομένως η διαθεσιμότητα και επάρκεια του αλευριού είναι συχνά ένα σημαντικό οικονομικό και πολιτικό ζήτημα. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία