διαθέσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαθέσιμος < διατίθεμαι
Επίθετο
επεξεργασίαδιαθέσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να διατεθεί, που είναι σε θέση να χρησιμοποιηθεί όταν χρειαστεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαθέσιμος