παραθετικά
θετικός available
συγκριτικός more available
υπερθετικός most available

Ετυμολογία

επεξεργασία
available < avail + -able

available (en)

  • διαθέσιμος, διαθέτω, κυκλοφορώ, που μπορώ να πάρω, να αγοράσω ή να βρω
      She took all the available awards in her category.
    Αυτή πήρε όλα τα διαθέσιμα βραβεία στην κατηγορία της.
      How many beds does the hotel have available?
    Πόσα κρεβάτια διαθέτει το ξενοδοχείο;
      This magazine/medicine is not available in Greece.
    Αυτό το περιοδικό/φάρμακο δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα.