Ετυμολογία

επεξεργασία
κυκλοφορώ < κυκλοφορ(ία) + (αναδρομικός σχηματισμός). Διαφορετικό το αρχαίο κυκλοφορέομαι (περιστρέφομαι). [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.klo.foˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐κλο‐φο‐ρώ

κυκλοφορώ, αόρ.: κυκλοφόρησα, παθ.φωνή: (κυκλοφορούμαι), μτχ.π.π.: κυκλοφορημένος [2] (χωρίς παθητική φωνή)

  1. θέτω σε κυκλοφορία ή διαθέτω κάτι για αγορά ή πώληση
  2. τίθεμαι ή βρίσκομαι σε κυκλοφορία
  3. τυπώνω και δημοσιεύω, εκδίδω
  4. τριγυρνάω περπατώντας ή οδηγώντας όχημα

Συγγενικά

επεξεργασία

μετοχές:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κυκλοφορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Τύποι παθητικής φωνής κυκλοφορούμαι, κυκλοφορήθηκα στο λήμμα «κυκλοφορώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    Σε σχόλιο, συσχετίζει τη χρήση παθητικών τύπων με το αρχαίο κυκλοφορέομαι.
    Χωρίς παθητικούς τύπους σε άλλα λεξικά, όπως Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).