ενεστώτας circulate
γ΄ ενικό ενεστώτα circulates
αόριστος circulated
παθητική μετοχή circulated
ενεργητική μετοχή circulating

circulate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κυκλοφορώ, για τη μετακίνηση υγρών ή αερίων
    ⮡  Open the windows to get the air circulating.
    Άνοιξε τα παράθυρα να κυκλοφορήσει ο αέρας.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κυκλοφορώ, διαδίδω μια ιστορία, μια ιδέα ή πληροφορίες
    ⮡  The first trailer for the new movie has been circulating online.
    Το πρώτο τρέιλερ για τη νέα ταινία κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο.