circulate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | circulate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | circulates |
αόριστος | circulated |
παθητική μετοχή | circulated |
ενεργητική μετοχή | circulating |
Ρήμα
επεξεργασίαcirculate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κυκλοφορώ, για τη μετακίνηση υγρών ή αερίων
- ⮡ Open the windows to get the air circulating.
- Άνοιξε τα παράθυρα να κυκλοφορήσει ο αέρας.
- ⮡ Open the windows to get the air circulating.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κυκλοφορώ, διαδίδω μια ιστορία, μια ιδέα ή πληροφορίες
- ⮡ The first trailer for the new movie has been circulating online.
- Το πρώτο τρέιλερ για τη νέα ταινία κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο.
- ⮡ The first trailer for the new movie has been circulating online.