τυπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τυπώνω < αρχαία ελληνική τυπῶ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατυπώνω
- αναπαράγω μια εικόνα, ένα κείμενο κ.λπ. με τυπογραφικό τρόπο
- εκδίδω
- (μεταφορικά) συγκρατώ κάτι στο μυαλό μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τυπώνω | τύπωνα | θα τυπώνω | να τυπώνω | τυπώνοντας | |
β' ενικ. | τυπώνεις | τύπωνες | θα τυπώνεις | να τυπώνεις | τύπωνε | |
γ' ενικ. | τυπώνει | τύπωνε | θα τυπώνει | να τυπώνει | ||
α' πληθ. | τυπώνουμε | τυπώναμε | θα τυπώνουμε | να τυπώνουμε | ||
β' πληθ. | τυπώνετε | τυπώνατε | θα τυπώνετε | να τυπώνετε | τυπώνετε | |
γ' πληθ. | τυπώνουν(ε) | τύπωναν τυπώναν(ε) |
θα τυπώνουν(ε) | να τυπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τύπωσα | θα τυπώσω | να τυπώσω | τυπώσει | ||
β' ενικ. | τύπωσες | θα τυπώσεις | να τυπώσεις | τύπωσε | ||
γ' ενικ. | τύπωσε | θα τυπώσει | να τυπώσει | |||
α' πληθ. | τυπώσαμε | θα τυπώσουμε | να τυπώσουμε | |||
β' πληθ. | τυπώσατε | θα τυπώσετε | να τυπώσετε | τυπώστε | ||
γ' πληθ. | τύπωσαν τυπώσαν(ε) |
θα τυπώσουν(ε) | να τυπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τυπώσει | είχα τυπώσει | θα έχω τυπώσει | να έχω τυπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις τυπώσει | είχες τυπώσει | θα έχεις τυπώσει | να έχεις τυπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει τυπώσει | είχε τυπώσει | θα έχει τυπώσει | να έχει τυπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τυπώσει | είχαμε τυπώσει | θα έχουμε τυπώσει | να έχουμε τυπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε τυπώσει | είχατε τυπώσει | θα έχετε τυπώσει | να έχετε τυπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τυπώσει | είχαν τυπώσει | θα έχουν τυπώσει | να έχουν τυπώσει |
|