πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυπωτής οι τυπωτές
      γενική του τυπωτή των τυπωτών
    αιτιατική τον τυπωτή τους τυπωτές
     κλητική τυπωτή τυπωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυπωτής αρσενικό (θηλυκό τυπώτρια)

  1. κάποιος που έχει ειδίκευση την εκτύπωση
    άλλες μορφές: εκτυπωτής
  2. (επάγγελμα) τεχνίτης που κατασκευάζει μήτρες εκτύπωσης και καλούπια

Μεταφράσεις

επεξεργασία