Ετυμολογία

επεξεργασία
εκδίδω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκδίδωμι (παραδίνω)
(έκδοση παλαιότερης συγγραφής) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική éditer και αγγλική edit
(σύνταξη επίσημου εγγράφου) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική émettre, délivrer
(νομικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική extrader[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ekˈði.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐δί‐δω

εκδίδω, πρτ.: εξέδιδα, στ.μέλλ.: θα εκδώσω, αόρ.: εξέδωσα/εξέδωκα, παθ.φωνή: εκδίδομαι, π.αόρ.: εκδόθηκα/εξεδόθην, μτχ.π.π.: εκδομένος/εκδεδομένος

  1. τυπώνω κάτι και το κυκλοφορώ, το δημοσιεύω σε έντυπη μορφή
    (ειδικότερα) πραγματοποιώ επιμέλεια ή διορθώσεις σε παλαιότερο έγγραφο το οποίο κυκλοφορεί ξανά
  2. ανακοινώνω απόφαση
  3. (νομικός όρος) συλλαμβάνω αλλοδαπό εγκληματία και τον παραδίνω στην αστυνομία της χώρας του
  4. συντάσσω επίσημο έγγραφο και το παραδίδω στον αιτούντα
  5. κάνω μια γυναίκα πόρνη και της βρίσκω πελατεία επί πληρωμή
     συνώνυμα: εκπορνεύω

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • Δεύτερος λόγιος τύπος του ενεργητικού αορίστου: εξέδωκα
  • Δεύτερος λόγιος τύπος του παθητικού αορίστου: εξεδόθην
  • Δεύτερος λόγιος τύπος μετοχής παθητικού παρακειμένου: εκδεδομένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία