extradite
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | extradite |
γ΄ ενικό ενεστώτα | extradites |
αόριστος | extradited |
παθητική μετοχή | extradited |
ενεργητική μετοχή | extraditing |
Ρήμα
επεξεργασίαextradite (en)
ενεστώτας | extradite |
γ΄ ενικό ενεστώτα | extradites |
αόριστος | extradited |
παθητική μετοχή | extradited |
ενεργητική μετοχή | extraditing |
extradite (en)