Δείτε επίσης: ἐκπορνεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκπορνεύω < (ελληνιστική κοινήἐκπορνεύω < ἐκ + αρχαία ελληνική πορνεύω < πόρνη < πέρνημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.poɾˈne.vo/

εκπορνεύω, αόρ.: εκπόρνευσα, παθ.φωνή: εκπορνεύομαι, π.αόρ.: εκπορνεύτηκα/εκπορνεύθηκα, μτχ.π.π.: εκπορνευμένος

  1. προωθώ κάποιον ή κάποια στην πορνεία
     συνώνυμα: βγάζω στο κλαρί
  2. (μεταφορικά) μειώνω ηθικά
     συνώνυμα: εκμαυλίζω, εξευτελίζω, ατιμάζω, ταπεινώνω, καταρρακώνω
     αντώνυμα: εξυψώνω, μεγαλύνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία