εκπορνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκπορνεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐκπορνεύω < ἐκ + αρχαία ελληνική πορνεύω < πόρνη < πέρνημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.poɾˈne.vo/
Ρήμα
επεξεργασίαεκπορνεύω, αόρ.: εκπόρνευσα, παθ.φωνή: εκπορνεύομαι, π.αόρ.: εκπορνεύτηκα/εκπορνεύθηκα, μτχ.π.π.: εκπορνευμένος
- προωθώ κάποιον ή κάποια στην πορνεία
- (μεταφορικά) μειώνω ηθικά
Συγγενικά
επεξεργασία- εκπόρνευση
- → δείτε τη λέξη πόρνη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπορνεύω | εκπόρνευα | θα εκπορνεύω | να εκπορνεύω | εκπορνεύοντας | |
β' ενικ. | εκπορνεύεις | εκπόρνευες | θα εκπορνεύεις | να εκπορνεύεις | εκπόρνευε | |
γ' ενικ. | εκπορνεύει | εκπόρνευε | θα εκπορνεύει | να εκπορνεύει | ||
α' πληθ. | εκπορνεύουμε | εκπορνεύαμε | θα εκπορνεύουμε | να εκπορνεύουμε | ||
β' πληθ. | εκπορνεύετε | εκπορνεύατε | θα εκπορνεύετε | να εκπορνεύετε | εκπορνεύετε | |
γ' πληθ. | εκπορνεύουν(ε) | εκπόρνευαν εκπορνεύαν(ε) |
θα εκπορνεύουν(ε) | να εκπορνεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπόρνευσα | θα εκπορνεύσω | να εκπορνεύσω | εκπορνεύσει | ||
β' ενικ. | εκπόρνευσες | θα εκπορνεύσεις | να εκπορνεύσεις | εκπόρνευσε | ||
γ' ενικ. | εκπόρνευσε | θα εκπορνεύσει | να εκπορνεύσει | |||
α' πληθ. | εκπορνεύσαμε | θα εκπορνεύσουμε | να εκπορνεύσουμε | |||
β' πληθ. | εκπορνεύσατε | θα εκπορνεύσετε | να εκπορνεύσετε | εκπορνεύστε | ||
γ' πληθ. | εκπόρνευσαν εκπορνεύσαν(ε) |
θα εκπορνεύσουν(ε) | να εκπορνεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκπορνεύσει | είχα εκπορνεύσει | θα έχω εκπορνεύσει | να έχω εκπορνεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκπορνεύσει | είχες εκπορνεύσει | θα έχεις εκπορνεύσει | να έχεις εκπορνεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκπορνεύσει | είχε εκπορνεύσει | θα έχει εκπορνεύσει | να έχει εκπορνεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπορνεύσει | είχαμε εκπορνεύσει | θα έχουμε εκπορνεύσει | να έχουμε εκπορνεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκπορνεύσει | είχατε εκπορνεύσει | θα έχετε εκπορνεύσει | να έχετε εκπορνεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπορνεύσει | είχαν εκπορνεύσει | θα έχουν εκπορνεύσει | να έχουν εκπορνεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπορνεύομαι | εκπορνευόμουν(α) | θα εκπορνεύομαι | να εκπορνεύομαι | ||
β' ενικ. | εκπορνεύεσαι | εκπορνευόσουν(α) | θα εκπορνεύεσαι | να εκπορνεύεσαι | ||
γ' ενικ. | εκπορνεύεται | εκπορνευόταν(ε) | θα εκπορνεύεται | να εκπορνεύεται | ||
α' πληθ. | εκπορνευόμαστε | εκπορνευόμαστε εκπορνευόμασταν |
θα εκπορνευόμαστε | να εκπορνευόμαστε | ||
β' πληθ. | εκπορνεύεστε | εκπορνευόσαστε εκπορνευόσασταν |
θα εκπορνεύεστε | να εκπορνεύεστε | (εκπορνεύεστε) | |
γ' πληθ. | εκπορνεύονται | εκπορνεύονταν εκπορνευόντουσαν |
θα εκπορνεύονται | να εκπορνεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπορνεύτηκα | θα εκπορνευτώ | να εκπορνευτώ | εκπορνευτεί | ||
β' ενικ. | εκπορνεύτηκες | θα εκπορνευτείς | να εκπορνευτείς | εκπορνεύσου | ||
γ' ενικ. | εκπορνεύτηκε | θα εκπορνευτεί | να εκπορνευτεί | |||
α' πληθ. | εκπορνευτήκαμε | θα εκπορνευτούμε | να εκπορνευτούμε | |||
β' πληθ. | εκπορνευτήκατε | θα εκπορνευτείτε | να εκπορνευτείτε | εκπορνευτείτε | ||
γ' πληθ. | εκπορνεύτηκαν εκπορνευτήκαν(ε) |
θα εκπορνευτούν(ε) | να εκπορνευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκπορνευτεί | είχα εκπορνευτεί | θα έχω εκπορνευτεί | να έχω εκπορνευτεί | εκπορνευμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκπορνευτεί | είχες εκπορνευτεί | θα έχεις εκπορνευτεί | να έχεις εκπορνευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκπορνευτεί | είχε εκπορνευτεί | θα έχει εκπορνευτεί | να έχει εκπορνευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπορνευτεί | είχαμε εκπορνευτεί | θα έχουμε εκπορνευτεί | να έχουμε εκπορνευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκπορνευτεί | είχατε εκπορνευτεί | θα έχετε εκπορνευτεί | να έχετε εκπορνευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπορνευτεί | είχαν εκπορνευτεί | θα έχουν εκπορνευτεί | να έχουν εκπορνευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκπορνεύω