Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπορνευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκπορνευμέν
ος
η
εκπορνευμέν
η
το
εκπορνευμέν
ο
γενική
του
εκπορνευμέν
ου
της
εκπορνευμέν
ης
του
εκπορνευμέν
ου
αιτιατική
τον
εκπορνευμέν
ο
την
εκπορνευμέν
η
το
εκπορνευμέν
ο
κλητική
εκπορνευμέν
ε
εκπορνευμέν
η
εκπορνευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκπορνευμέν
οι
οι
εκπορνευμέν
ες
τα
εκπορνευμέν
α
γενική
των
εκπορνευμέν
ων
των
εκπορνευμέν
ων
των
εκπορνευμέν
ων
αιτιατική
τους
εκπορνευμέν
ους
τις
εκπορνευμέν
ες
τα
εκπορνευμέν
α
κλητική
εκπορνευμέν
οι
εκπορνευμέν
ες
εκπορνευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εκπορνευμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
εκπορνεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκπορνευμένος