Ετυμολογία

επεξεργασία
εκμαυλίζω < εκ- + μαυλίζω < (ελληνιστική κοινήμαυλίζω < μαῦλις

εκμαυλίζω (παθητική φωνή: εκμαυλίζομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία