διαφθείρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαφθείρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαφθείρω < δια- + φθείρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈfθi.ɾo/ & /ðʝaˈfθi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐φθεί‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαφθείρω, πρτ.: διέφθειρα, αόρ.: διέφθειρα, παθ.φωνή: διαφθείρομαι, π.αόρ.: διαφθάρηκα/(διεφθάρην), μτχ.π.π.: διεφθαρμένος
- ωθώ ή οδηγώ στην ανηθικότητα, ιδίως στον σεξουαλικό τομέα
- παρασύρω σε ανήθικες πράξεις
- εκπαρθενεύω, διακορεύω
- (σπάνιο) καταστρέφω
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιάφθορα
- αδιάφθορος
- διαφθορά
- διαφθορέας
- διαφθορείο
- διεφθαρμένος / διαφθαρμένος
- → και δείτε τις λέξεις διά και φθείρω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαφθείρω | διέφθειρα | θα διαφθείρω | να διαφθείρω | διαφθείροντας | |
β' ενικ. | διαφθείρεις | διέφθειρες | θα διαφθείρεις | να διαφθείρεις | διάφθειρε | |
γ' ενικ. | διαφθείρει | διέφθειρε | θα διαφθείρει | να διαφθείρει | ||
α' πληθ. | διαφθείρουμε | διαφθείραμε | θα διαφθείρουμε | να διαφθείρουμε | ||
β' πληθ. | διαφθείρετε | διαφθείρατε | θα διαφθείρετε | να διαφθείρετε | διαφθείρετε | |
γ' πληθ. | διαφθείρουν(ε) | διέφθειραν διαφθείραν(ε) |
θα διαφθείρουν(ε) | να διαφθείρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέφθειρα | θα διαφθείρω | να διαφθείρω | διαφθείρει | ||
β' ενικ. | διέφθειρες | θα διαφθείρεις | να διαφθείρεις | διάφθειρε | ||
γ' ενικ. | διέφθειρε | θα διαφθείρει | να διαφθείρει | |||
α' πληθ. | διαφθείραμε | θα διαφθείρουμε | να διαφθείρουμε | |||
β' πληθ. | διαφθείρατε | θα διαφθείρετε | να διαφθείρετε | διαφθείρτε | ||
γ' πληθ. | διέφθειραν διαφθείραν(ε) |
θα διαφθείρουν(ε) | να διαφθείρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαφθείρει | είχα διαφθείρει | θα έχω διαφθείρει | να έχω διαφθείρει | ||
β' ενικ. | έχεις διαφθείρει | είχες διαφθείρει | θα έχεις διαφθείρει | να έχεις διαφθείρει | έχε διαφθαρένο | |
γ' ενικ. | έχει διαφθείρει | είχε διαφθείρει | θα έχει διαφθείρει | να έχει διαφθείρει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαφθείρει | είχαμε διαφθείρει | θα έχουμε διαφθείρει | να έχουμε διαφθείρει | ||
β' πληθ. | έχετε διαφθείρει | είχατε διαφθείρει | θα έχετε διαφθείρει | να έχετε διαφθείρει | έχετε διαφθαρένο | |
γ' πληθ. | έχουν διαφθείρει | είχαν διαφθείρει | θα έχουν διαφθείρει | να έχουν διαφθείρει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαφθαρένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαφθαρένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαφθαρένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαφθαρένο |
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιαφθείρω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαφθείρω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- διαφθείρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαφθείρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.