Ετυμολογία

επεξεργασία

διαφθείρω, πρτ.: διέφθειρα, αόρ.: διέφθειρα, παθ.φωνή: διαφθείρομαι, π.αόρ.: διαφθάρηκα/(διεφθάρην), μτχ.π.π.: διεφθαρμένος

  1. ωθώ ή οδηγώ στην ανηθικότητα, ιδίως στον σεξουαλικό τομέα
  2. παρασύρω σε ανήθικες πράξεις
  3. εκπαρθενεύω, διακορεύω
  4. (σπάνιο) καταστρέφω

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαφθείρω < δια- + φθείρω