Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαφθορέας οι διαφθορείς
      γενική του διαφθορέα
διαφθορέως
των διαφθορέων
    αιτιατική τον διαφθορέα τους διαφθορείς
     κλητική διαφθορέα διαφθορείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφθορέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαφθορεύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.fθoˈɾe.as/ & /ðʝa.fθoˈɾe.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐φθο‐ρέ‐ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαφθορέας αρσενικό

  1. αυτός που διαφθείρει
  2. που ασκεί κακή επιρροή στους άλλους, απομακρύνοντάς τους από την άσκηση των καθηκόντων τους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία